Новогреческий словарь
ανανεώνομαι
ανανεώνομαι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανανεώνομαι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αυτοπέδηση
—
ηλικιωμένος
—
δικαιώνομαι
—
εγγάστρωμα
—
λωποδύτισσα
—
καζανοκέφαλος
—
σακχαροποιία
—
πτελέα
—
γοργοκάραβο
—
αναβαπτισμένος
—
ναυτιλία
—
θηλαίος
—
σιγανά
—
γκινιαδόρος
—
πετροκοπιό
—
εκτραχηλισμός
—
σούρω
—
ερημοκκλησιά
—
συνδιοίκηση
—
κωλοκάθομαι
—
υπομηχανικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве