|
γεν. от η и αυτή #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово της? — — βούλιασμα — αλατοδοχείο — πρωτογένεια — μουρμούρης — ανακρίβεια — δουλευτάρα — συναρμολόγηση — μετεξέλιξη — κύρος — γλυκοπαρηγοριά — σερνικοβότανο — θέληση — αράδωτος — προχώρεμα — κογχικός — πανδούρα — αυγουλιέρα — σαλαγώ — εξώσφαιρα — επιστατώ — αναίσχυντος |
|||