|
нежный; мягкий; === ~ή ηλικία — нежный возраст #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нежный? — τρυφερός как на (ново)греческом будет слово мягкий? — τρυφερός как с (ново)греческого переводится слово τρυφερός? — нежный, мягкий — υδατάνθρακας — κολάζω — ένοπλος — ιστόρηση — ισάδελφος — τσιγαρισμένος — αρόγιαστος — ψηφιδογραφία — γκάβρα — μετονομασία — συγκεντρώνω — ωολέυκωμα — σκίρτηση — κυτταρίτιδα — παρέρχομαι — ζωοπλαγκτόν — κυανό — αναριθμητισμός — ασχημομούρης — τεμπελιά — επίστεγον |
|||