Новогреческий словарь
ετερος
ετερ|ος
другой
;
ο ~ — один из двух
;
τυφλός κατά τόν ~ον των οφθαλμών — слепой на один глаз
;
===
αφ' ετέρου — с другой стороны
;
~όν εκάτερον — [phrase]это совсем разные вещи[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
другой
? —
ετερος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ετερος
? — другой
#
(ново)греческий словарь
—
φάγε
—
επιτηδειότητα
—
φαλίδωμα
—
σταδιοδρομώ
—
διάλεκτος
—
τριανταφυλλόλαδο
—
καρποφθόρος
—
ευκτική
—
μπουναμάς
—
αφλεξία
—
κρημνώδης
—
ψυχιατρείο
—
ελαύνομαι
—
φρίττω
—
διηλεκτρικότητα
—
γεωχημεία
—
κλεφτοκοτάς
—
σχόλη
—
πλουτολογία
—
αστυκτηνίατρος
—
περιθύρωμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве