|
η клейстер (из крахмала) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово клейстер? — μάζαλη как с (ново)греческого переводится слово μάζαλη? — клейстер — μολυβδούχος — ξίδι — σβήσιμο — υδρόφις — μωρουδίστικος — φουριόζικος — θεοποιούμαι — αγκομάχημα — Δεκέβρης — συγκυβέρνηση — εμίρης — προσόν — στρυμώχνω — φιλέκδικος — μονοπώληση — δαφναίος — αμείλικτος — ελαιομαργαρίνη — μακροπόδαρος — ανακλαδιστά — παράτολμος |
|||