Новогреческий словарь
παρενέβην
παρενέβην
αόρ. от παρεμβαίνω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
παρενέβην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
πλάσιμο
—
ενδομορφισμός
—
ρεζίλης
—
πτυχωσιγενής
—
προσήκον
—
απρόσοδος
—
συμπληρωματικός
—
γνωσιολογικός
—
διασφαλίζω
—
ελαιόπιττα
—
αξέβγαλτος
—
περιεκτικότητα
—
αφομοιωτικός
—
άκλωνος
—
Καναδάς
—
ακάρφωτος
—
γλεντοβολώ
—
σκληρόμετρο
—
ραιβοποδία
—
σύλον
—
κατασφάζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве