|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ενσύρματος? — — ξενητευμός — εσσάνς — αλατοποιός — διαταράζω — τηλεφωνώ — κουρτάλημα — φιλοτελιστής — ανωφελής — εκσπερματισμός — πονόλαιμος — αντίδι — ρεφορμιστής — κοπρισιά — χωρίον — σόγια — στόλαρχος — καφεΐνη — εντοίχιση — νότος — σαξόνιος — ξεγοφιάρης |
|||