Новогреческий словарь
οβελιστήριο
οβελιστήριο
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
οβελιστήριο
? —
#
(ново)греческий словарь
—
μινιστέριον
—
μπιτόνι
—
αζιμουθιακός
—
ανάσκελα
—
ελαιοτρίβης
—
φυσικοθεραπεία
—
πηρόπους
—
αποτελείωση
—
παραχαϊδεμένος
—
ολυμπιακός
—
αχρεωκόπητος
—
μονώροφος
—
καπηλεύομαι
—
αμαγάριστος
—
σαυρίδα
—
μελισσόχορτο
—
αθεσμοθέτητος
—
δίπλακος
—
απαβγουλιάζω
—
μπέκρού
—
εξόπλιση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве