Новогреческий словарь
φιάσκο
φιάσκο
το
фиаско
;
παθαίνω μεγάλο ~ — потерпеть тяжкое фиаско
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
фиаско
? —
φιάσκο
как с
(ново)греческого
переводится слово
φιάσκο
? — фиаско
#
(ново)греческий словарь
—
ιχθυοκαλλιέργεια
—
σκαρφάλωμα
—
μουστακοδέτης
—
κιτρινιάζω
—
ευχαρίστως
—
καφεζαχαροπλαστείο
—
πυρωτικός
—
οργοτόμος
—
ταχυβόλος
—
αντάμη
—
ασύμβλητος
—
αγειτόνευτος
—
προγεφυρώμα
—
τυμβωρυχία
—
παρασούσουμος
—
κούκος
—
εντατικοποιώ
—
πλανιάρω
—
πεντακοσιοστός
—
επισυνημμένος
—
αλληλοσπαραγμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве