|
το вопль, рыдание, плач #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вопль? — ανακαλητό как на (ново)греческом будет слово рыдание? — ανακαλητό как на (ново)греческом будет слово плач? — ανακαλητό как с (ново)греческого переводится слово ανακαλητό? — вопль, рыдание, плач — περίκλειστος — ανανεωτικός — λαχανάς — γαλατάδικο — βερβερίζω — βακχευτής — στρέφω — ξερίζωμα — ανακρίνων — ουδόλως — υμνήτρια — γερονταφήνω — πεζοναυτικός — γλυκόζη — φαρμακώδης — ξεκαπίστρωμα — διεκχύνω — νιτρόφιλος — ομοιογενής — φωτοφοβία — απολεπιστικός |
|||