Новогреческий словарь
σφηνοειδής
σφηνοειδ|ής
клинообразный
;
~ γραφή — клинопись
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
клинообразный
? —
σφηνοειδής
как с
(ново)греческого
переводится слово
σφηνοειδής
? — клинообразный
#
(ново)греческий словарь
—
ατομοκίνητος
—
ασβέστης
—
λεπτόπους
—
γαλέος
—
αναρχούμενος
—
σκαμπίλι
—
αρνησίχριστος
—
πολυτρύπητος
—
αιμοστατικός
—
πεντάπλευρος
—
σάξειον κέρας
—
ευλογιά
—
σκαλοκέφαλο
—
ηλιόβλητος
—
σκοπιωρός
—
χολικός
—
επιβλέπω
—
επιχειρηματικότητα
—
επιδετικός
—
τρικυμίζω
—
ίσο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве