Новогреческий словарь
στράτσο
στράτσο
το
оберточная бумага
;
===
στήν έλλειψη τσιγαρόχαρτο καλό καί ~όχαρτο — погов. [phrase]когда нет гербовой - пишут и на простой[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
оберточная бумага
? —
στράτσο
как с
(ново)греческого
переводится слово
στράτσο
? — оберточная бумага
#
(ново)греческий словарь
—
χοίρος
—
κράση
—
υδρόφυτο
—
μαρξιστής
—
μικρολόγημα
—
τρίο
—
κοντοφθαλμία
—
ακράδαντα
—
σημαιοφόρος
—
ανθυπομειδιώ
—
πολυήμερος
—
ισραηλίτης
—
γιγνώσκομαι
—
μπαγιατεύω
—
Αϊδημήτριάτης
—
τοιχοκόλληση
—
υποδηματεργοστάσιο
—
βαρβάτιασμα
—
παλληκαρίσιος
—
σκότα
—
αλειχήνα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве