Новогреческий словарь
κομμωτήριο
κομμωτήριο
το
дамская парикмахерская
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дамская парикмахерская
? —
κομμωτήριο
как с
(ново)греческого
переводится слово
κομμωτήριο
? — дамская парикмахерская
#
(ново)греческий словарь
—
σεμπρικός
—
δεκάωρος
—
βεγγέρα
—
στάλπη
—
παλιάμαξα
—
μετάλλευση
—
καθαρογλωσσία
—
πεταυρώνω
—
ορφάνευμα
—
ξενηστικώνομαι
—
γλέπω
—
αυτοθέλητος
—
αραμπάς
—
οργανολογικός
—
οδοιπορικό
—
βάσιμο
—
ξεφτισμένος
—
υπογράφω
—
αμολλάω
—
λωβιάζω
—
μαγγανευτικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве