|
(-εως) η расточка, рассверливание (отверстия) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово расточка? — διαστόμωση как на (ново)греческом будет слово рассверливание? — διαστόμωση как с (ново)греческого переводится слово διαστόμωση? — расточка, рассверливание — κρυφά — δεκαπλασίασμός — μάγμα — στομάχιασμα — εύρυνση — ναρκοσυλλέκτις — διοιρισμένος — ανεπιτυχής — λαιμαργιά — υπόψυχρος — μεταδοτικό — λιγουδιάρης — ασφαλισττίριο — εμπρόσθιος — φεσώνω — φράχτης — βοητό — βρομόπαιδο — βουρβουλίζω — φορούσι — λυγερή |
|||