Новогреческий словарь
ηγαλλίασα
ηγαλλίασα
αόρ. от αγαλλιώ
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ηγαλλίασα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
μεταφόρτωση
—
ιχνηλάτης
—
σπονδυλωτός
—
κτηματογράφηση
—
πολυχρονάω
—
προσωδία
—
τσαγαλός
—
ριζοσπαστικοποιώ
—
ανυπόθηκος
—
επίνειο
—
Χούνη
—
αρχοντόπουλος
—
δρομόνι
—
μιλιούμαι
—
ογκώνω
—
Φαρισαίος
—
ανοσοβιολογία
—
ακράδαντος
—
αναπνοή
—
καμιναέριον
—
φωτεινότητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве