|
локтевой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово локтевой? — ωλένιος как с (ново)греческого переводится слово ωλένιος? — локтевой — στεγάζω — τεϊοπότις — χαίνων — εμπειριαρχία — αναπηνισμός — κρατικός — παρακόρη — στιλβωτήριο — φημολογούμαι — σοφός — εξελεγκτέος — περουβιανός — φρίμασμα — σύν- — απαστράπτω — αμάζωχτος — λιγουρεύω — αρτοζαχαροπλαστείο — αντεπίτροπος — γαλατσόχορτο — θεριακλής |
|||