Новогреческий словарь
εγκατέστησα
εγκατέστησα
αόρ. от εγκαθιστώ
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εγκατέστησα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
πηδώ
—
φαλαινοθηρία
—
αντικαθρεφτισμός
—
εναέριος
—
πεντηκοστός
—
φαγέδαινα
—
αποδοσίδι
—
σφενδόνισις
—
μπετούγια
—
οξειδώσιμος
—
κυνικότητα
—
υπόνοια
—
δεσποτάτο
—
εφοπλίζω
—
άρμπορο
—
φωτοχρωμολιθογραφία
—
διακριτός
—
φτερνιστήρι
—
ατεχνία
—
σπινθηροβόλημα
—
μίσανδρος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве