|
(-εως) η воен. заряд #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заряд? — εναυσματογόμωσις как с (ново)греческого переводится слово εναυσματογόμωσις? — заряд — αναζωπυρώ — κατευχαριστημένος — αγρίνιαστα — σκιτζίδικος — συμπόνεση — αναπαραγόμενος — άκεφος — εξαγιάζω — σταφιδέμπορος — λαύρα — αναθαρρώ — αυταναφλέγομαι — τσαγκάρικο — ιερολοχίτης — σκυλευτής — εμβρυοειδής — σπιθοβολάω — προασφάλιση — άθελα — ανέρωτος — συμμειγνύω |
|||