Новогреческий словарь
διαπαντός
διαπαντός
навсегда
;
τού έκοψα τήν καλημέρα ~ — [phrase]я порвал с ним раз и навсегда[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
навсегда
? —
διαπαντός
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαπαντός
? — навсегда
#
(ново)греческий словарь
—
σαπισμένος
—
αγονία
—
αυτομαθής
—
προσάρτημα
—
μαραζιάρης
—
ξινάδα
—
φεστόνι
—
βωλοκόπι
—
καμαρίλλα
—
παράτα
—
κατήφεια
—
λιμάζω
—
καλπάζω
—
σπινθηροβολία
—
αρχιλογιστής
—
απογοήτευσις
—
τράπεζα
—
στρόφιγξ
—
σκωρίαση
—
κυρτότητα
—
εξωκυτταρικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве