Новогреческий словарь
κληρονομητήριο
κληρονομητήριο
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
κληρονομητήριο
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ρηξιγενής
—
προσκοπισμός
—
φυντάνι
—
ιμπρεσσιονισμός
—
μεσσήνα
—
βέβηλος
—
εμποδισμός
—
αψεύτιστος
—
άσκαβος
—
αλλοιώσιμος
—
ναυαρχικός
—
παϊδάκι
—
βοσκότοπος
—
ελαιακόνη
—
σταχολόγημα
—
λανάρι
—
σκωληκιώ
—
πί
—
ακροπρεπίδιον
—
ανυπόφερτος
—
εξεναντίας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве