Новогреческий словарь
επιπεδομετρικός
επιπεδομετρικός
мат.
планиметрический
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
планиметрический
? —
επιπεδομετρικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
επιπεδομετρικός
? — планиметрический
#
(ново)греческий словарь
—
ούλο
—
διακονιάρης
—
πυρίτιο
—
ανάκατα
—
ανακυλισμός
—
σιταρήθρα
—
προσηγορικός
—
πλαστουργός
—
μνησίκακα
—
κανταδόρος
—
παράτυπος
—
ωραιοποιώ
—
εκμίσθωση
—
αντιφιλοσοφικός
—
χαράττω
—
γραμματοσημεμπορία
—
καταρράκτης
—
τσανακογλείφτης
—
μπουλούκα
—
συνεχώς
—
κουνιάδια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве