|
утомительный, изнурительный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово утомительный? — κουραστικός как на (ново)греческом будет слово изнурительный? — κουραστικός как с (ново)греческого переводится слово κουραστικός? — утомительный, изнурительный — κεραμιδόχωμα — υφάδι — θυμαράκι — παράβλεψη — τραγωδιοποιός — κατσούφιασμα — καταληκτικός — εντατικός — στατική — άφαντος — φρενολόγος — λύμη — ουρμπανισμός — Νοέμβριος — φρουτάκι — επτασθενής — εντείνω — απροσδόκητα — έκτρωση — γειτονιά — ανυπερπήδητος |
|||