Новогреческий словарь
γάζωμα
γάζωμα
το 1)
прострачивание
;
2) :
τρυπητό ~ — ажурная строчка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
прострачивание
? —
γάζωμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
γάζωμα
? — прострачивание
#
(ново)греческий словарь
—
μολονότι
—
στερνήσιος
—
μονοπόρτι
—
δυσαρθρία
—
παναμαδάκι
—
καταπίσω
—
καταδεικνύομαι
—
σκίζα
—
υαλόχρους
—
ισχνοφωνία
—
εύθυμος
—
εξυγιαίνω
—
φυλασσόμενος
—
αυτόχρους
—
παντόρφανος
—
οργανογένεια
—
ανάλαφρος
—
συνθετήριο
—
στέναγμα
—
ανερράγην
—
ενενηκοντούτης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве