|
η 1) кулак; 2) удар кулаком #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кулак? — μπουνιά как на (ново)греческом будет слово удар кулаком? — μπουνιά как с (ново)греческого переводится слово μπουνιά? — кулак, удар кулаком — τοματοπολτός — κυλινδρικός — εμπορεία — ποικιλόπτερος — διαπραγμάτευση — γεάνθραξ — ακροβατική — μισή — σεισμολογία — γυρωτικός — σερβίρισμα — κατηγορουμένη — προτροπή — εφησυχασμός — δεξιώνομαι — χρησιμοθηρία — υδρομετρητής — ροχθώ — γατιές — κορφολογώ — φτερωτή |
|||