|
το штопор (для бутылок) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово штопор? — τιρμπουσσόνι как с (ново)греческого переводится слово τιρμπουσσόνι? — штопор — αεροναυπηγική — ζαπιές — κακοθελήτρια — καπνοκαλλιεργεια — διπλοφουρνιστός — παιδαγωγία — μπάσκετ — άμαθος — επαδά — ευανάγνωστο — ραφινάρισμα — δροσός — ρυπαρός — εκστατικός — τοματόζουμο — αδιατήρητος — σκληροτράχηλος — ξετινάζω — ανεπίγνωστος — ειδημοσύνη — εκδήλως |
|||