|
несметно богатый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово несметно богатый? — μυριόπλουτος как с (ново)греческого переводится слово μυριόπλουτος? — несметно богатый — υπερυψώνω — αληθολάτρης — ιδιορρυθμία — νυγμός — καπηλεία — ωτορραγία — τέτανος — υγρομετρικός — σόμπα — καλαντίστρια — φωτιοκαμένος — αφιλόκαλος — άργητα — θαλερός — λαξευτός — απρακτώ — σκαπουλάρω — παρασάγγης — χεροκρατιέμαι — ακτήμων — ελικοτομίς |
|||