|
(αόρ. αμολλήθηκα, προστ. αμολλήσου) пуститься бежать (за кем-чем-л.); бежать вдогонку; ~ήσου νά τόν προφτάσεις — беги, догони его #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пуститься бежать? — αμολλιέμαι как на (ново)греческом будет слово бежать вдогонку? — αμολλιέμαι как с (ново)греческого переводится слово αμολλιέμαι? — пуститься бежать, бежать вдогонку — αδεμάτιαστος — μαγειρειό — ασωτεία — αποτυφλωτικός — γαϊδουροκυλίστρα — επαινώ — γαιοσκώληξ — μάλλον — αλαλία — μετάταξη — κρεμάμενα — σπουδοστής — δηλόω — εξαχρειώνω — γκέκας — φανφαρόνος — αυχένιος — αεροφωτογράφηση — θαλασσοκόρακας — ενάνθρακος — μυρίκι |
|||