Новогреческий словарь
αμολλιέμαι
αμολλιέμαι
(αόρ. αμολλήθηκα, προστ. αμολλήσου)
пуститься бежать
(за кем-чем-л.);
бежать вдогонку
;
~ήσου νά τόν προφτάσεις — беги, догони его
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пуститься бежать
? —
αμολλιέμαι
как на
(ново)греческом
будет слово
бежать вдогонку
? —
αμολλιέμαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
αμολλιέμαι
? — пуститься бежать, бежать вдогонку
#
(ново)греческий словарь
—
χορογραφία
—
επικτηνίατρος
—
κατάρτι
—
ιατρόσημον
—
γρατσουνώ
—
ατμοκινητήρας
—
χιονοθλασία
—
φανερωμένος
—
τσάχαλο
—
ακανθόριος
—
γιαπωνέζικα
—
χρυσό
—
αμυντικός
—
πυροδότηση
—
στενόψηχος
—
σακοράφα
—
τραυλότητα
—
μούσκουλη
—
ιχθυοφαγία
—
ηλεκτροπαραγωγή
—
εξαγριούμαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве