|
ο освистывание, шиканье #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово освистывание? — γιουχαϊσμός как на (ново)греческом будет слово шиканье? — γιουχαϊσμός как с (ново)греческого переводится слово γιουχαϊσμός? — освистывание, шиканье — νίψιση — οντότητα — κατατυραννώ — λαμπαδιάζω — όξυνση — βοϊδομμάτισσα — εκκαθαριστής — πιατικό — αιμοσταγής — επιβοήθηση — στίλβω — πυροσβεστήρας — δίπλα — ξεσυνερισιά — ασύντακτα — ραφτόπουλο — αχνιά — μηλαδέρφι — νευροφυτικός — συγκλονιστικός — εκμυζητικός |
|||