|
ο тот(__,__) кто подслушивает #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тот, кто подслушивает? — ωτακουστής как с (ново)греческого переводится слово ωτακουστής? — тот, кто подслушивает — εκρωσισμός — αφόβητος — ερευνητής — πταρνίζομαι — νυχτοκοπώ — ιππαστί — γαλάρα — έπαρμα — δίγλωσσος — τραγόδερμα — ζωολάτρις — αμμοθεραπεία — πλάτος — κιβδηλεία — βερμπαλιστής — θεοφάνερος — χορευτής — ζαμπάκι — ολιγόζωος — τεχνοκρατία — δραστηριοποιούμαι |
|||