|
το обмылок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обмылок? — αποσάπουνο как с (ново)греческого переводится слово αποσάπουνο? — обмылок — ταχυγραφικός — οπλαποθήκη — ένυδρος — ταυτόαιμος — κράνο — ελάτι — σουπέ — βαμβακώνας — απερίγραπτος — πρόσδεση — ταπητουργός — φρεσκοξυρισμένος — δρύ — φάγε — ήτοι — λοιμοκαθαρτήριο — σιδηρουργείο — σκουρόχρωμα — βληματόμετρο — αναβρύζω — περιστήθιο |
|||