Новогреческий словарь
εμπλουτισμός
εμπλουτισμός
ο спец.
обогащение
(руды, почвы и т. п.);
εργοστάσιο ~ού — обогатительная фабрика
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
обогащение
? —
εμπλουτισμός
как с
(ново)греческого
переводится слово
εμπλουτισμός
? — обогащение
#
(ново)греческий словарь
—
παράγωγο
—
οδόσημο
—
αναμεμειγμένος
—
πηγεμός
—
λεξικογράφηση
—
ξινοτύρι
—
κατάκτηση
—
μάσκα
—
μπρούμυτα
—
βασταγάριά
—
άπτυχος
—
φουρκίζομαι
—
φτωχομάνα
—
ξαναβγαίνω
—
διασκεδαστικότητα
—
κατσαμάκας
—
κτηνοτροφία
—
σερπαντίνα
—
αταχυδρόμητος
—
χαρτομανία
—
ελοθάλασσα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве