|
η 1) лингв. зияние; 2) перен. пауза #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово зияние? — χασμωδία как на (ново)греческом будет слово пауза? — χασμωδία как с (ново)греческого переводится слово χασμωδία? — зияние, пауза — συνοδικώς — απόδοση — ανεκτικός — χαίρω — υπνιάζω — μασκαραλίκι — καλαμαροχτάποδα — θυγάτηρ — εκμαίνομαι — πέζευμα — συστάδην — υδρομετρία — αποτεφρώνομαι — σελαμλίκι — βιβλιοπωλικός — καλοκαιριάτικος — χρυσοποικιλτική — βραχυβιότητα — αντραγάθημα — σόκ — ραδιοναυτιλία |
|||