Новогреческий словарь
τέμπο
τέμπο
το
темп; ритм
;
μέ τό ~ του — не спеша
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
темп
? —
τέμπο
как на
(ново)греческом
будет слово
ритм
? —
τέμπο
как с
(ново)греческого
переводится слово
τέμπο
? — темп, ритм
#
(ново)греческий словарь
—
κωδωνίσκος
—
αρνοκοπή
—
αναζυμώνω
—
καφεϊνισμός
—
σκαλιστήρι
—
λυχνάρι
—
απαράμιλλα
—
εορταστής
—
παραπτωματάκι
—
συγχωρήσιμος
—
κρανιοεγκεφαλικός
—
συγκεντρούμαι
—
δακτυλιοθήκη
—
αμνηστεύσιμος
—
κρασί
—
χειμωνιάτικος
—
αναλόγως
—
παραχωρητής
—
αντιουδαϊσμός
—
κουρελαρία
—
λειχουδιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве