|
το половина; κατά τό ~ — наполовину; στό ~ τής τιμής — за полцены; στό ~ τού δρόμου — на полпути; === τό τροφερόν ~ — супруга #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово половина? — ήμισυ как с (ново)греческого переводится слово ήμισυ? — половина — γλεντζού — ελευθεροπλοία — αψιχάλιστος — επισύναψη — μολυβδοσφράγιστος — σαδίστρια — άπνους — βερεσές — εύμορφος — μαυρομάνικος — κόντρα — σκότος — απαράλλακτος — εικασμός — ασυνέπεια — στουπέτσι — ατομικίστρια — τραπεζαρία — εθνικοσοσιαλιστής — ανομοιώνω — σωληνάριο |
|||