|
1. протестантский; 2. (о) протестант #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово протестантский? — διαμαρτυρόμενος как на (ново)греческом будет слово протестант? — διαμαρτυρόμενος как с (ново)греческого переводится слово διαμαρτυρόμενος? — протестантский, протестант — αυθαιρεσία — πέτσωμα — κατάχτηση — σπέρμα — αδελφικοασπάζομαι — πλαστουργός — μοργάρω — τριάρα — αερογέφυρα — υδρολύσιμος — καβούκι — μουστόπιτα — πρωταπριλιάτικος — ρουφηξιά — εξονυχιστικός — χάρακας — υπολογιστικός — ζαχαροποιία — καμάκισμα — παπλωματάδικο — αλλαξοθωριάζω |
|||