Новогреческий словарь
περιετμήθην
περιετμήθην
παθ. αόρ. от περιτέμνω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
περιετμήθην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αναδιπλώνω
—
ξενερωμένος
—
προηγμένος
—
σαρκαστικός
—
βλακόμετρο
—
βουτυράκι
—
γόσμα
—
εξερέθιση
—
θέρισμα
—
προψές
—
ζαρτινιερα
—
φιλότιμος
—
γητειά
—
ραχίτιδα
—
δεκατιαίος
—
εξανθώ
—
πεντάχρονος
—
ολόλαμπρος
—
βολά
—
ρίνισμα
—
επιχώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве