|
(αόρ. έγνεσα) прясть #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прясть? — νέθω как с (ново)греческого переводится слово νέθω? — прясть — προτιμάω — αδεξιωσύνη — φαγκοτο — πλέον — αποτώρα — εκφράξη — εκπεσμός — σπογγαλιείας — περιήγηση — σεληνοκεντρικός — καλαθιά — βλαβερά — ακρεβάτωτος — ελαιοτριβείο — αμπώθω — προσωποποιούμαι — αρνοψάλιδο — εξαρχος — αφιλομαθία — αυτοεξυπηρετούμαι — αμαυρότητα |
|||