Новогреческий словарь
ανεκδίκητος
ανεκδίκητ|ος
1)
неотомщённый
;
2)
неотомстивший
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
неотомщённый
? —
ανεκδίκητος
как на
(ново)греческом
будет слово
неотомстивший
? —
ανεκδίκητος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανεκδίκητος
? — неотомщённый, неотомстивший
#
(ново)греческий словарь
—
ταμιολογιστής
—
ακαβάλλητος
—
κατάμαυρος
—
κωλυσιεργεία
—
επιφαινόμενον
—
υπεραστικό
—
αριθμητικός
—
ξενιτιά
—
ηθογραφικός
—
βουκολικός
—
ηλιόκαυμα
—
χαχανίζω
—
πρωϊμότητα
—
μοχαιροπήρουνο
—
άρσενοκοιτία
—
πεντηκοστημόριον
—
παραμένω
—
φαντάρος
—
μετρημός
—
χειρουργικός
—
κακοντυμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве