|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μπανάκι? — — μεσόφωνος — απρακτώ — αρατικός — μεριδιάνα — βιβλιοκριτική — διαδοσίας — τρωγάλια — ημεροκάματο — δισταχτικότητα — σέβαση — βιβλιογραφία — αχαράμιστος — συνετά — ενοικιαστήριος — μαχαιροπίρουνο — κακοπουλω — κλωσσοπούλι — σκωπτικότητα — ελεημονικός — μελλοντισμός — σουρίζω |
|||