Новогреческий словарь
υποκαπνίζω
υποκαπνίζω
окуривать
(в лечебных целях)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
окуривать
? —
υποκαπνίζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
υποκαπνίζω
? — окуривать
#
(ново)греческий словарь
—
χλωρασιά
—
μειονέκτημα
—
παραπλήρωμα
—
σύναπαντιούμαι
—
εκκαλώ
—
ακήρυχτος
—
πρεμιέρα
—
λαμποκόπι
—
υδρογονούχος
—
τιμαλφής
—
πλινθοστρώνω
—
μονοσέπαλος
—
γαργαλίζω
—
δασκαλωσύνη
—
πλακάς
—
θομάζω
—
αναπαλλοτρίωτο
—
καμωματάρης
—
εμβρόντητος
—
πλατέως
—
κοντόχρονα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве