|
окуривать (в лечебных целях) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово окуривать? — υποκαπνίζω как с (ново)греческого переводится слово υποκαπνίζω? — окуривать — πρωθοπουργεύω — φραμπαλάς — αμπελοκαλλιέργεια — σκί — ηγεμονόπαις — συνηγορία — χαντάκωμα — αλίγδωτος — αντλιοστάσιο — βοσκηματώδης — κατάβρεγμα — εξουσιαστικά — πενταπλασιασμός — σκραπ — δεκάεδρον — ελαϊκός — ξεχορταριαστής — αρτοζαχαροπλάστης — μετριοπαθής — ζίγκος — ενδοσυνεννόηση |
|||