|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αναρρόφημα? — — ξεμαρκάριστος — σκούτινος — πετρόλοφος — τοξικότητα — ξυλίζω — μελύς — μπατσαρία — διακριβωτήρας — υπερπήδηση — κακοχωνεύω — χοχλακιάζω — λιβελλογράφημα — διαξύλωση — πονηρεύω — γκαλιουρίζω — μεσοποτάμιος — εκστρατεύω — εικονογραφία — διείρω — ειδικά — επιφυλακή |
|||