|
наощупь; ощупью; προχωρώ ~ εις τό σκότος — двигаться в темноте наощупь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наощупь? — ψηλαφητί как на (ново)греческом будет слово ощупью? — ψηλαφητί как с (ново)греческого переводится слово ψηλαφητί? — наощупь, ощупью — μπρουμυτίζω — σπόρι — λύγξ — ραφανίδα — μολυβάκι — άφιξη — αναπέταση — αψομίλητος — δρομολόγιο — υπερασπίζομαι — διόραμα — ανεπιχείρητος — απαρασκεύαστος — εκλύω — καρύκευμα — απαρέγκλιτα — εφοδιάζω — επίζωον — βισινύς — ορνιθόμυαλος — διαιτολόγος |
|||