Новогреческий словарь
μονόχηλος
μονόχηλ|ος
зоол.
непарнокопытный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
непарнокопытный
? —
μονόχηλος
как с
(ново)греческого
переводится слово
μονόχηλος
? — непарнокопытный
#
(ново)греческий словарь
—
αποσύρω
—
οινοποιήσιμος
—
ασυγχρονισμός
—
καναδέζικος
—
προγονολατρία
—
αντηχείο
—
κλειδοθήκη
—
λέων
—
παγετός
—
παγερότητα
—
αμερόληπτος
—
έρμος
—
θαυμαστά
—
καψάθρα
—
κατατέμνω
—
αρχαιολατρεία
—
κουβάλημα
—
διίστιος
—
μεμπτά
—
ακορντεονίστρια
—
νομιμοποιώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве