Новогреческий словарь
στωϊκός
στωϊκός
стоический
;
~ή φιλοσοφία — стоическая философия
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
стоический
? —
στωϊκός
как с
(ново)греческого
переводится слово
στωϊκός
? — стоический
#
(ново)греческий словарь
—
κατάκλιτο
—
απαρχαιώνομαι
—
λεπτουργικός
—
δαχτυλοβρεχτήρας
—
μηλόκρασο
—
υποβολέας
—
αλαλιάζω
—
Δανία
—
ζωολογία
—
πιστότητα
—
υπερπλήρης
—
τσάϊ
—
ψιττακός
—
γυναικώνίτης
—
στιβάδα
—
φρένο
—
προφανής
—
ξεφουσκώνω
—
εικοτολογώ
—
συνεταιρισηκός
—
αντρειοσύνη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве