Новогреческий словарь
οργανοειδής
οργανοειδής
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
οργανοειδής
? —
#
(ново)греческий словарь
—
έξαρση
—
σφήνωμα
—
τυφλογράφος
—
σανιδώνω
—
ευέλικτος
—
προαποφασίζω
—
τεκνογονώ
—
καρδιοσκασιά
—
γαλβανιζέ
—
ανδραποδιστικός
—
τριετής
—
αρδευτός
—
αποθαρρεύομαι
—
αρπακτικός
—
αγέννητος
—
γαλακτοβουτυρόμετρο
—
υδατόμετρο
—
της
—
καρυδόκομπος
—
νεκρόδειπνος
—
καννιβαλικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве