|
ο ковровщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ковровщик? — ταπητουργός как с (ново)греческого переводится слово ταπητουργός? — ковровщик — εκμυζητής — ανακυλώ — μπιστεμένος — εωσφόρος — διορθώνω — κορνιζάς — μακέττα — αισθάνομαι — δίκελλα — ισχναίνω — ξαρματωμένος — βρογχοφωνία — φλεβοκομβικός — μικροχημεία — προχειρίζω — πούληση — δυσκατανόητος — διασύρω — νυχτοκοπώ — μουφτής — εμετολογία |
|||