Новогреческий словарь
τυραννιέμαι
τυραννιέμαι
мучиться
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мучиться
? —
τυραννιέμαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
τυραννιέμαι
? — мучиться
#
(ново)греческий словарь
—
ωκεανός
—
γιόμα
—
εξέθηκα
—
αλωνοτόπι
—
σαγηνευτικά
—
μεταμοντερνιστικά
—
θεοκόπηλος
—
αγκαλίτσα
—
κάπηλος
—
επουσιώδης
—
δροσοπάχνη
—
ανυφαντής
—
δίζελ
—
αληθοφορία
—
μονταδόρος
—
αποτερματίζω
—
αντιεκρηκτικός
—
αντίξοος
—
αεροναυτιλιακός
—
ενθυλακώνω
—
ρούμπος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве