|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μεταξουργείο? — — τραβηξιά — διετής — μέρσιμος — αρμάθα — ξανθομαλλούσα — οργανογραφικός — ασπρόχωμα — προπεμπτήριος — ξεγυμνωμένος — λεττονικός — βοήθημα — σκουφέττο — σφάκτης — λιπαντικά — εναποθήκευση — κλεινός — κουτσογράμματα — εγκαρδκοτικός — δεσπόζουσα — θαλαμοειδής — ανατρεπόμενος |
|||