|
η жизнь; образ жизни; συνθήκες ~ς — бытовые условия, условия жизни #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово жизнь? — διαβίωση как на (ново)греческом будет слово образ жизни? — διαβίωση как с (ново)греческого переводится слово διαβίωση? — жизнь, образ жизни — χονδρίνη — αλειμματοκέρι — αξουρισιά — αιμοβαφής — υποχρεωτικός — χερόμυλος — γωβιός — ονειριάζομαι — πισσωτής — ξεπουλημένος — κασσιτερίτης — μεσακάρης — συγκατηγορούμενος — σαρκασμός — εισχέομαι — ατιμωρησία — ουσιαστικοποιημένος — εξώροφος — αντηρίδα — ξεκάμνω — αποκλείνομαι |
|||