|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ασχημόπαπο? — — αυλή — ετοιμοθάνατος — οίκιση — προσβεβλημένος — ξηρός — κόασμα — κουρτέλο — αλαφρός — χαριστικός — αντίρρησις — κατακλείδι — ρεβανσίστας — μετριασμός — υποστολή — χαριστής — ηλικιούμαι — οξυγονώ — ελαιογόνος — Καρολίνα — κληρούχος — μεγαλοπραγμοσύνη |
|||